μονόξυλα

μονόξυλα
μονόξυλος
made from a solid trunk
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… …   Dictionary of Greek

  • Monoxyla — Einbaum Kanus im Senegal Amerikanische Ureinwohner mit …   Deutsch Wikipedia

  • Monoxylon — Einbaum Kanus im Senegal Amerikanische Ureinwohner mit …   Deutsch Wikipedia

  • MONOXYLON — Graece Μονόζυλον, apud Plin. l. 6. c. 23. Regio autem, ex qua piper monoxylis lintribus Becaren convehunt, vocatur Cottonara; ubi τὸ lintribus ex glossemate in textum receptum esse, sentit Stewech. super Vegetium l. 3. c. 7. Navigii genus est, ex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρυμείος — εία, ον, Α [ῥυμός] 1. ο όμοιος με ρυμό, με κούτσουρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυμεῑα και ῥυμείια τα μονόξυλα …   Dictionary of Greek

  • Πάρι, Ουίλιαμ ΄Εντουαρντ — (Parry, Sir William Edward, Μπαθ 1790 – Γκρίνουιτς 1855). Άγγλος εξερευνητής. Το 1818 διοικούσε ένα από τα δύο πλοία που, υπό τις διαταγές του Τζον Ρος, απέπλευσαν αναζητώντας τη Βορειοδυτική Δίοδο, δηλαδή την πιθανή υδάτινη οδό που, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • μονόξυλο — το 1. πρωτόγονη βάρκα φτιαγμένη από κορμό δέντρου, τον οποίο βαθούλωναν με σκεπάρνι. 2. κάθε απλή βάρκα που τη χρησιμοποιούν συνήθως οι ψαράδες σε λίμνες και ποτάμια: Στη λίμνη της Καστοριάς ψαρεύουν με μονόξυλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”